'Evangelium'에 해당되는 글 16건

Evangelium

2019년 10월 27일: 연중 제 30일

루카복음서 18장 9-14절

9. Εἶπεν δὲ καὶ πρός τινας τοὺς πεποιθότας ἐφ' ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶν δίκαιοι καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιποὺς τὴν παραβολὴν ταύτην.

그러자 (그분께서) 그들 자신이 정당하다고 믿고 나머지를 멸시하는 어떤 이들을 향하여 이 비유를 말씀하셨다.

πειθω: 설득하다, 납득시키다 perf. part. act. acc. m. pl. πεποιθοτας
δικαιος (2-1-2): 떳떳한, 공정한
εξουθενεω: 멸시하다 pre. part. act. acc. m. pl. εξουθενε + οντ + ας = εξουθενουντας
λοιπος (2-1-2): 남아있는, 나머지의

10. Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, [ὁ] εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης.

"두 사람이 기도하기 위하여 성전으로 올라갔는데, 하나는 바리사이였고 다른 이는 세금징수원이었습니다.

αναβαινω: 오르다, 올라가다 ao. ind. act. 3. pl.
ίερον (2.n.): 성소, 성전
προσευχομαι: ao. inf. mid
τελωνης (1.m.): 세금징수원

11. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς ταῦτα ⇔ «πρὸς ἑαυτὸν» προσηύχετο Ὁ θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης·

바리사이는 이렇게 속으로 기도드리며 서있었습니다. '오 하느님, 저는 탐욕스럽고, 부당하고, 간음하는 나머지 사람들과 (같지 않고), 또한 이 세금징수원과 같지 않으니, 당신께 감사드리나이다.'

ίστημι: ao. part. pass. nom. m. sg. σταθω
προσευχομαι: ao. inf. mid. προσευχ + ετο = προσευχετο
ευχαριστεω: 감사를 드리다 pre. ind. act. 1. sg.
ώσπερ: 이와 같이
άρπαξ: 탐욕스러운, 욕심 많은
αδικος: 부당한, 불공평한
μοιχοι (2.m.): 간통자

12. νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατεύω / ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι.

저는 일주일에 두 번 단식하며 제가 얻은 모든 것의 십 분의 일을 바치나이다.'

νηστευω: 굶다, 단식하다 pre. ind. act. 1. sg.
δις: 두 번
σαββατον (2.n.): 안식일, 일주일
αποδεκατω: 십일조를 내다
όσα: ~만큼
κτωμαι: 얻다, 획득하다 pre. ind. mid/pass. 1. sg.

13. ὁ δὲ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπᾶραι εἰς τὸν οὐρανόν, ἀλλ' ἔτυπτε / ἔτυπτεν τὸ στῆθος ἑαυτοῦ / αὐτοῦ λέγων Ὁ θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.

그러나 세금징수원은 멀리 떨어져 서서 눈을 하늘로 들기조차 원하지 않았고, '오 하느님, 죄인인 저에게 자비를 베풀어 주소서.'라고 말하며 그의 가슴을 때리기 시작하였습니다.

μακροθεν: 멀리 떨어져서
ίστημι: perf. part. act. nom. m. sg. έστως
θελω: imp. ind. act. 3. sg. ε + θελ + εν = ηθελεν
οφθαλμος (2.m.): 눈, 눈꺼풀
επαιρω: 들다 ao. inf. act. επαραι
τυπτω: 때리다, 두드리다 imp. ind. act. 3. sg. ε + τυπτ + εν = ετυπτεν
στηθος (3.n.): 가슴
ίλακομαι: 속죄하다 ao. imp. pass. 2. sg. ίλα(σ) + θητι = ίλασθητι
άμαρτολος (2.m.): 죄인

14. λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρ' ἐκεῖνον· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.

여러분께 말합니다. 이 자는 저 사람과는 달리 의롭게 되어 그의 집으로 내려갔습니다. 자신을 높이는 모든 이는 낮아질 것이고, 자신을 낮추는 이는 높아질 것입니다."

καταβαινω: 내려가다 ao. ind. act. 3. sg. κατεβη
δικαιοω: 의롭게 되다 perf. part. mid/pass. nom. m. sg. δε + δικαιο + μεν + ος = δεδικαιωμενος
ύφοω: 높이다 pre. part. act. nom. m. sg. ύφο + ων = ύφων
πατεινοω: 낮아지다 fut. ind. pass. 3. sg. πατεινο + θη + σ + εται = πατεινοωθησεται
πατεινοω: pre. part. act. nom. m. sg. πατεινο + ων = πατεινων
ύφοω: fut. ind. pass. 3. sg. ύφο + θη + σ + εται = ύφωθησεται

Evangelium

2019년 10월 20일: 연중 제 29주일

루카복음서 18장 1-8절

1. Ἔλεγεν δὲ παραβολὴν αὐτοῖς πρὸς τὸ δεῖν πάντοτε προσεύχεσθαι αὐτοὺς καὶ μὴ ἐνκακεῖν,

그러자 (그분께서) 그들에게 그들은 항상 기도하고 낙심하지 말아야 한다는 비유를 말씀하시기 시작하셨다.

λεγω: imp. ind. act. 3. sg. ε + λεγ + εν = ελεγεν
δει: 필요하다, 의무이다 pre. inf. act. δε + ειν = δειν
προσευχομαι: 기도하다 ao. inf. mid. προσευχ + εσθαι - προσευχεσθαι 
εκκακεω: 낙심하다 pre. inf. act. εκκακε + ειν = εκκακειν

2. λέγων Κριτής τις ἦν ἔν τινι πόλει τὸν θεὸν μὴ φοβούμενος καὶ ἄνθρωπον μὴ ἐντρεπόμενος.

(이렇게) 말씀하시며 "어느 도시에 하느님도 두려워하지 않고 사람도 존중하지 않는 어떤 재판관이 있었습니다.

λεγω: pre. part. act. nom. m. sg. λεγ + ων = λεγων
κριτης (1.m.): 결정자, 재판관
πολλις (3.f.): 도시
φοβεω: pre. part. mid/pass. nom. m. sg. φοβε + ομεν + ος = φοβουμενος
εντρεπω: 신경 쓰다 pre. part. mid/pass. nom. m. sg. εντρεπ + ομεν + ος = εντρεπομενος

3. χήρα δὲ ἦν ἐν τῇ πόλει ἐκείνῃ καὶ ἤρχετο πρὸς αὐτὸν λέγουσα Ἐκδίκησόν με ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου μου.

그리고 그 도시에 미망인이 있었고, '제 상대에게 (벌을 내려) 제 원수를 갚아주십시오.'라고 말하며 그의 앞으로 가기 시작했습니다.

χηρα (1.f.): 미망인, 과부
εκεινος (2-1-2): 그 사람, 그것
ερχομαι: imp. ind. mid/pass. 3. sg. ε + ερχ + ετο = ηερχετο
λεγω: pre. part. act. nom. f. sg. λεγ + ουσ + α = λεγουσα
εκδικεω: 복수하다, 원수를 갚다 ao. imp. act. 2. sg. εκδικε + σον = εκδικησον
αντιδικος: 상대자, 적대자

4. καὶ οὐκ ἤθελεν ἐπὶ χρόνον, μετὰ ταῦτα ⇔ δὲ εἶπεν ἐν ἑαυτῷ Εἰ καὶ τὸν θεὸν οὐ φοβοῦμαι οὐδὲ ἄνθρωπον ἐντρέπομαι,

그리고 (그는) 한동안 (들으려) 하지 않다가, 결국엔 속으로 말하였습니다. '(만약) 나는 신도 두려워하지 않고 사람 또한 신경 쓰지 않으나,

εθελω: 바라다 imp. ind. act. 3. sg. ε + εθελ + εν = ηθελεν
χρονος (2.m.): 시간
φοβεω: pre. ind. mid/pass. 1. sg. φοβε + ομαι = φοβουμαι
ουδε: 도저히, 도대체, 아닌
εντρεπω: pre. ind. mid/pass. 1. sg. εντρεπ + ομαι = εντρεπομαι

5. διά γε τὸ παρέχειν μοι κόπον τὴν χήραν ταύτην ἐκδικήσω αὐτήν, ἵνα μὴ εἰς τέλος ἐρχομένη ὑπωπιάζῃ με.

왜냐하면 아직 이 과부가 나에게 수고를 주니 끝에 가서 나를 지치게 하지 않도록 그녀에게 복수를 해주어야겠다.'"

δια: 왜냐하면
γε: 아직
παρεχω: 제공하다, 주다 pre. inf. act. παρεχ + ειν = παρεχειν
κοπος (2.m.): 타격, 고통, 문제, 수고
εκδικεω: fut. ind. act. 1. sg. εκδικε + σ + ω = εκδικησω
τελος (3.n.): 끝
ερχομαι: pre. part. mid/pass. nom. f. sg. ερχ + ομεν + η = ερχομενη
ύπωπιαζω: 지치게 하다 pre. sub. act. 3. sg. ύπωπιαζ + η(ι) = ύπωπιαζη(ι)

6. Εἶπεν δὲ ὁ κύριος Ἀκούσατε τί ὁ κριτὴς τῆς ἀδικίας λέγει·

그리고 주님께서 말씀하셨습니다. "이 재판관이 불의를 말하는 것을 들으십시오.

ακουω: ao. imp. act. 2. pl. ακου + σατε = ακουσατε
αδικια (1.f.): 불의, 부당, 부정, 불공평

7. ὁ δὲ θεὸς οὐ μὴ ποιήσῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ τῶν βοώντων αὐτῷ ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ μακροθυμεῖ ἐπ' αὐτοῖς;

(그러면) 하느님께서 그분께 밤낮으로 외치는데 그분의 선택된 이들을 위하여 복수를 하시지 않으신 채, 그들을 두고 미적거리시겠습니까?

ποιεω: ao. sub. act. 3. sg. ποιε + σ + η(ι) = ποιηση(ι)
εκδικησις (3.f.): 복수
εκλεκτος (2-1-2): 선발된
βοαω: 외치다 pre. part. act. gen. m. pl. βοα + οντ + ων = βοωντων
μακροθυμεω: 연기하다, 유예하다 pre. ind. act. 3. sg. μακροθυμε + ει = μακροθυμει

8. λέγω ὑμῖν ὅτι ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει. πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;

하느님께서는 그들을 위하여 빠르게 복수를 하실 것이라고 여러분께 말합니다. 그럼에도 불구하고 사람의 아들이 오면 땅 위에서 정말로 믿음을 찾겠습니까(찾을 수 있겠습니까)?"

ποιεω: fut. ind. act. 3. sg. ποιε + σ + ει = ποιησει
ταχος (3.n.): 속도, 민첩, 신속
πλην: 그럼에도 불구하고
ερχομαι: ao. part. act. nom. m. sg. ελθ + ων = ελθων
αρα: 정말로, 사실은
εύρισκω: fut. ind. act. 3. sg. εύρησει

Evangelium

2019년 10월 13일: 연중 제 28주일

루카복음서 17장 11-19절

11. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι εἰς Ἰερουσαλὴμ καὶ αὐτὸς διήρχετο διὰ μέσον Σαμαρίας / Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας.

예루살렘으로 가는 도중 그분께서 사마리아와 갈릴래아 사이를 지나가시는 일이 일어났다.

γιγνομαι: ao. ind. mid. 3. sg. εγενετο
πορευω: ao. inf. mid πορευ + εσθαι = πορευεσθαι
διερχομαι: 통과하다 imp. ind. mid. 3. sg. δι(α) + ε + ερχ + ετο = διηρχετο
δια: 통과하여
μεσος (2-1-2): 가운데의, 중간의

12. Καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν [αὐτῷ] δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἀνέστησαν / ἔστησαν πόρρωθεν,

그리고 어떤 시골마을에 들어가시자 멀리 서있는 열 명의 나병에 걸린 남자들이 그분을 만났다.

εισερχομαι: 들어가다 pre. part. mid/pass. gen. m. sg. εισερχ + ομεν + ου = εισερχομενου
κωμη (1.f.): 시골마을
απανταω: 만나다 ao. ind. act. 3. pl. απ(ο) + ε + αντα + σαν = απηντησαν
λεπρος (2-1-2): 나병환자의
ανηρ (3.m.): 남성, 남편
ίστημι: ao. ind. act. 3. pl. εστησαν
πορρωθεν: 멀리서

13. καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς.

그리고 "예수님, 스승님, 저희에게 자비를 베푸소서."라고 말하며 소리를 높였다.

αιρω: 들어 올리다 ao. ind. act. 3. pl. ε + αιρ + (σ)αν = ηραν
επιστατης (1.m.): 주인님, 선생님
ελεεω: ao. imp. act. 2. sg. ελεε + σον = ελεησον

14. καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσιν. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν.

그러자 (그분께서 그들을) 보시고 그들에게 말씀하셨다. "가서 사제들에게 당신 자신들을 보여주십시오." 그리고 가는 길에 그들이 깨끗해지는 일이 일어났다.

όραω: ao. part. act. nom. m. sg. ιδ + ων = ιδων
πορευω: ao. part. pass. nom. m. pl. πορευ + θ + εντ + ες = πορευθεντες
επιδεικνυμι: 보여주다 ao. imp. act. 2. pl. επιδεικ + σατε = επιδειξατε
ίερευς (3.m.): 사제, 성직자
ύπαγω: pre. inf. act. ύπαγειν
καθαριζω: 깨끗하게하다 ao. ind. pass. 3. pl. καθαριζ + θη + σαν = καθαρισθασαν

15. εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψεν μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν θεόν,

그러자 그들 중 한 명이 나은 것을 보고 큰 소리로 하느님을 찬미하며 되돌아왔다.

ιαομαι: 고치다, 낫게하다 ao. ind. pass. 3. sg. ια + θη = ιαθη
ύποστρεφω: 돌다, 돌아가다 ao. ind. act. 3. sg. ύπο + ε + στρεφ + εν = ύπεστρεφεν
δοξαζω: 생각하다, 상상하다 pre. aprt. act. nom. m. sg. δοξαζ + ων = δοξαζων

16. καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης / Σαμαρίτης.

그리고 그분께 감사드리며 그분의 발 앞에 얼굴을 두고 엎드렸다. (그리고) 그는 사마리아 사람이었다.

πιπτω: 넘어지다, 떨어지다 ao. ind. act. 3. sg. επεσεν
προσωπον (2.n.): 얼굴
πους (3.m.): 발, 다리
ευχαριστω: 감사하다, 기도하다, 찬양하다 pre. part. act. nom. m. sg. ευχαριστ + ων = ευχαριστων

17. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν Οὐχ / οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;

예수께서 대답하여 말씀하셨다. "열 명이 깨끗해지지 않았습니까? 그런데 아홉 명은 어디에 있습니까?

αποκρινομαι: 대답하다 ao. part. pass. nom. m. sg. αποκριθεις
καθαριζω: ao. ind. pass. 3. pl. ε + καθαριζ + θη + σαν = εκαθαρισθησαν
εννεα: 아홉
που: 어디에

18. οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;

이 이방인말고는 하느님께 영광을 드리러 돌아온 이들을 찾을 수 없단말입니까?"

έυρισκω: 우연히 발견하다, 찾다 ao. ind. pass. 3. pl. έυρι + θη + σαν = έυριθησαν
ύποστρεφω: ao. part. act. nom. m. pl. ύποστρεφ + σ + αντ + ες = ύποστρεψαντες
διδομι: ao. inf. act. δουναι
δοξα (1.f.): 영광
αλλογενης (3-3): 이방인의

19. καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέν σε.

그리고 그에게 말씀하셨다. "일어나서 가십시오. 당신의 믿음이 당신을 구원하였습니다."

ανιστημι: ao. part. act. nom. m. sg. αναστασ
πορευω: pre. imp. mid/pass. 2. sg. πορευ + ου = πορευου
πιστις (3.f.): 믿음
σωζω: 구원하다 perf. ind. act. 3. sg. σε + σω + κ + εν = σεσωκεν

Evangelium

2019년 10월 6일: 연중 제 27주일

루카복음서 17장 5-10절

5. Καὶ εἶπαν οἱ ἀπόστολοι τῷ κυρίῳ Πρόσθες ἡμῖν πίστιν.

그리고 사도들이 주님께 말하였다. "저희에게 믿음을 더하여 주십시오."

ειπον: ao. ind. act. 3. pl. ειπ + αν = ειπαν
προστιθημι: 더하다 ao. imp. act. 2. sg. προσθ + ες = προσθες
πιστις (3.f.): 믿음

6. εἶπεν δὲ ὁ κύριος Εἰ ἔχετε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐλέγετε ἂν τῇ συκαμίνῳ ταύτῃ Ἐκριζώθητι καὶ φυτεύθητι ἐν τῇ θαλάσσῃ· καὶ ὑπήκουσεν ἂν ὑμῖν.

그러자 주님께서 말씀하셨다. "만약 (여러분이) 겨자씨 같은 믿음을 가지고 있다면, 이러한 뽕나무를 두고 말하기 시작했습니다. '뽑혀서 바다에 심어져라.' 그러자 그것이 여러분에게 복종하였습니다.

εχω: pre. ind. act. 2. pl. εχ + ετε = εχετε
κοκκος (2.m.): 씨앗
σιναπι (3.n.): 겨자
λεγω: imp. ind. act. 2. pl. ε + λεγ + ετε = ελετεγετε
συκαμινος (2.f.): 오디
εκριζοω: 뽑다 ao. imp. pass. 2. sg. εκριζο + θη + τι = εκριζωθητι
φυτευω: 심다 ao. imp. pass. 2. sg. φυτευ + θη + τι = φυτευθητι
θαλασσα (1.f.): 바다
ύπακουω: 복종하다 ao. ind. act. 3. sg. ύπα + ε + ακου + σ + εν = ύπηκουσεν

7. Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν δοῦλον ἔχων ἀροτριῶντα ἢ ποιμαίνοντα, ὃς εἰσελθόντι ἐκ τοῦ ἀγροῦ ἐρεῖ αὐτῷ Εὐθέως παρελθὼν ἀνάπεσε,

(그러면) 여러분 중 밭을 갈고 (양을) 돌보는 종을 가진 어떤 이가, 밭에서 돌아오는 그에게 '즉시 와서 식탁에 앉아라.'라고 말합니까?

εχω: pre. part. act. nom. m. sg. εχ + ων = εχων
αροτριαω: 갈다, 경작하다 pre. part. act. acc. m. sg. αροτρια + οντ + α = αροτριωντα
ποιμαινω: 돌보다 pre. part. act. acc. m. sg. ποιμαιν + οντ + α = ποιμαινοντα
εισερχομαι: ao. part. act. dat. m. sg. εισελθ + οντ + ι = εισελθοντι
ερεω: pre. ind. act. 3. sg. ερε + ει = ερει
ευθεως: 즉시
παρερχομαι: 지나가다 ao. part. act. nom. m. sg. παρελθ + ων = παρελθων
αναπιπτω: 눕다, 기대다 ao. imp. act. 2. sg. αναπ(τ) + σ + ε = αναπεσε

8. ἀλλ' οὐχὶ ἐρεῖ αὐτῷ Ἑτοίμασον τί δειπνήσω, καὶ περιζωσάμενος διακόνει μοι ἕως φάγω καὶ πίω, καὶ μετὰ ταῦτα φάγεσαι καὶ πίεσαι σύ;

그게 아니라 그에게 '내가 식사할 것을 준비하여라, 그리고 (허리띠를) 동여매고 내가 먹고 마시는 동안 시중을 들어라, 그리고 그다음에 네가 먹고 마시게 될 것이다.'라고 말하지 않습니까? 

έτοιμαζω: 준비하다 ao. imp. act. 2. sg. έτοιμαζ + σον = έτοιμασον
δειπνεω: 식사하다 ao. sub. act. 1. sg. δειπνε + σ + ω = δειπνησω
περιζεω: 동여매다 ao. part. mid. nom. m. sg. περιζε + σα + (ο)μεν + ος = περιζωσαμενος
διακονεω: 모시다, 시중들다 pre. imp. act. 2. sg. διακονε + ε = διακονει
έως: ~하는 동안
εσθιω: ao. sub. act. 1. sg. φαγ + ω = φαγω
πινω: ao. sub. act. 1. sg. πι + ω = πιω
εσθιω: fut. ind. mid. 2. sg. φαγ + εσαι = φαγεσαι
πινω: fut. ind. mid. 2. sg. πι + εσαι = πιεσαι

9. μὴ ἔχει χάριν τῷ δούλῳ ὅτι ἐποίησεν τὰ διαταχθέντα;

그(종)가 주어진 일들을 했다고 종에게 고마움을 (안) 가집니까?

χαρις (3.f.): 아름다움, 친절, 자선
ποιεω: ao. ind. act. 3. sg. ε + ποιε + σ + εν = εποιησεν
διατασσω: 분배하다 ao. part. pass. acc. n. pl. διαταχ + θε + ντ + α = διαταχθεντα

10. οὕτως καὶ ὑμεῖς, ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι Δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν.

이처럼 여러분도, 여러분에게 주어진 일을 다 했을 때에, '(저희는) 빚지고 해야 할 것을 한 보잘것없는 종입니다.'라고 말하십시오."

ποιεω: ao. sub. act. 2. pl. ποιε + σ + ητε = ποιησητε
λεγω: pre. imp. act. 2. pl. λεγ + ετε = λεγετε
αχρειος (2-1-2): 무익한, 헛된, 보잘것없는
οφειλω: 빚지다 imp. ind. act. 1. pl. ε + οφειλ + ομεν = ωφειλομεν
ποιεω: ao. inf. act. ποιε + σαι = ποιησαι
ποιεω: per. ind. act. 1. pl. πε + ποιε + κα + μεν = πεποιηκαμεν

Evangelium

2019년 9월 29일: 연중 제 26주일

루카복음서 16장 19-31절

19. Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν λαμπρῶς.

"어떤 부유한 사람이 있었고, 매일 화려하게 즐기며 보라색 옷과 아마포를 입곤 하였습니다.

ενεδιδυσκω: 입다 imp. ind. mid/pass. 3. sg. (ε) + ενεδιδυσκ + ετο = ενεδιδυσδετο
πορφυρα (1.): 보라색
βυσσος (2.m.): 아마포
ευφραινω: 놀다, 즐기다 pre. part. mid/pass. nom. m. sg. ευφραιν + ομεν + ος = ευφραινομενος
λαμπρος (2-1-2): 화려한

20. πτωχὸς δέ τις ὀνόματι Λάζαρος ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ εἱλκωμένος

라자로란 이름의 어떤 거지는 종기가 난 몸으로 (21절 첫 구절 삽입) 그 집 대문 앞에 기대 있었습니다.

πτωχος (2.m.): 거렁뱅이, 거지
βαλλω: plu. ind. mid/pass. 3. sg. εβεβλητο
πυλη (1.f.): 대문
έλκοω: 찢다, 분쇄하다, 박살 내다 perf. part. mid/pass. nom. 1. sg. είκω + μεν + ος = είκωμενος

21. καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἐπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.

그 부자의 식탁에서 떨어지는 것들을 통해 먹여지는 것을 바라며 (20절 중간에 삽입). 그러나 개들이 와서 그의 상처들을 핥기 시작했습니다.

επιθυμεω: 바라다, 갈망하다 pre. part. act. nom. sg. επιθυμε + ων = επιθυμων
χορσαζω: 먹이다, 살찌우다 ao. inf. pass. χορτασ + θη + ναι = χορτασθηναι
πιπτω: 떨어지다 pre. part. act. gen. n. pl. πιπτ + οντ + ων = πιπτοντων
τραπεζα (1.f.): 탁자, 테이블
κυων (3.m/f.): 개, 암캐
ερχομαι: pre. part. act. nom. m. pl. ερχ + ομεν + οι = ερχομενοι
αποκειχω: 핥다 imp. ind. act. 3. pl. ε + απολειχ + ον = επελειχον
έλκος (3.n.): 상처

22. ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανεν δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.

그리고 그 거지가 죽고 천사들이 그를 아브라함의 품으로 데려가는 일이 일어났습니다. 그리고 부자도 죽고 묻혔습니다.

γιγνομαι: ao. ind. mid. 3. sg. εγεν + ετο = εγενετο
αποθνησκω: 죽다, 죽임을 당하다 ao. inf. act. αποθαν + ειν = αποθανειν
αποφερω: 실어 나르다 ao. inf. pass. απενεχ + θη + ναι = απενεχθηναι
κολπος (2.m.): 품
αποθνησκω: ao. ind. act. 3. sg. απεθαν + εν = απεθανεν
θαπτω: 매장하다, 묻다 ao. ind. pass. 3. sg. εταφη

23. καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ.

그리고 저승에서 그의 눈을 들고, 고통을 받기 시작하며, 멀리 떨어진 아브라함과 그의 품에 있는 라자로를 봅니다.

Άιδης (3.m.): 저승
επαιρω: 들다 ao. part. act. nom. m. sg. επαρ + ας = επαρας
οφθαλμος (2.m.): 눈, 눈꺼풀
ύπαρχω: pre. part. act. nom. m. sg. ύπαρχ + ων = ύπαρχων
βασανος (2.f.): 고통
όραω: pre. ind. act. 3. sg. όρα + ει = όρα(ι)
μακροθεν: 멀리 떨어져서

24. καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπεν Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.

그리고 그가 소리치며 말했습니다. '아브라함 아버지, 그(라자로)의 손가락 끝을 물에 담가 제 혀를 식히도록 저에게 자비를 베푸시고 라자로를 보내주십시오, 왜냐하면 이 불꽃 속에서 제가 고통받고 있기 때문입니다.'

φωνεω: ao. part. act. nom. m. sg. φωνε + σας = φωνησας
ελεω: 동정하다, 자비를 보여주다 ao. imp. act. 2. sg. ελεη + σον = ελεησον
πεμπω: 보내다 ao. imp. act. 2. sg. πεμπ + σον = πεμπψον
βαπτω: 물에 잠기게 하다 ao. sub. act. 3. sg. βαπτ + σ + η(ι) = βαπψη(ι)
ακρος (2-1-2): 뾰족한
δακτυλος (2.m.): 손가락, 발가락, 팔다리
ύδωρ (3.n.): 물
καταψυχω: 식히다 ao. sub. act. 3. sg. καταψυχ + σ + η(ι) = καταψυξη(ι)
γλωσσα (1.f.): 혀
οδυναω: 괴롭히다 pre. ind. mid/pass. 1. sg. οδυνα + ομαι = οδυνωμαι
φλοξ (3.f.): 불꽃

25. εἶπεν δὲ Ἀβραάμ Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι.

그러자 아브라함이 말했습니다. '얘야, 너는 너의 삶에서 좋은 것들을 받았고 라자로는 그와 같이 나쁜 것들을 (받았음을) 돌이켜 생각해보아라. 그러므로 지금 이렇게 (라자로는) 위안을 받고 너는 고통을 받는다.

τεκνον (2.n.): 자식
μιμνησκω: 상기시키다 ao. imp. pass. 2. sg. μνη + σ + θητι = μνησθητι
απολαμβανω: 받아들이다, 얻다 ao. ind. act. 2. sg. απο + ε + λαβ + ες = απελαβες
αγαθος (2-1-2): 좋은
ζωη (1.f.): 삶, 재산
όμοιως: 이와 같이
κακη (1.f.): 간악, 악
νυν: 지금
ώδε: 이 방법으로, 예컨대
παρακαλεω: 위로 삼다, 위안을 찾다 pre. ind. mid/pass. 3. sg.

26. καὶ ἐν πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν.

그리고 이 모든 것 외에도 우리와 너희 사이에 커다란 구덩이가 있어, 이렇게 의지들은 이쪽에서 너희 쪽으로 가는 것이 가능하지 않고, 또한 그쪽에서 우리 쪽으로 넘어오는 것도 안된다.'

μεταξυ: 사이에
χασμα (3.n.): 구멍, 구덩이
στηριζω: 지다, 삼다 perf. ind. mid/pass. 3. sg. εστηρικται
όπως: ~만큼, ~하게, 어떻게
θελω: pre. part. act. nom. m. sg. θελ + οντ + ες = θελοντες
διαβαινω: 서다, 도망치다 ao. inf. act. διαβηναι
ενθεν: 이쪽에서
δυναμαι: pre. sub. mid/pass. 3. pl. δυν + ωνται = δυνωνται
μηδε: 또한 ~아니다
εκειθεν: 그쪽에서
διαπεραω: 넘어가다 pre. sub. act. 3. pl. διαπερα + ωσιν = διαπερωσιν

27. εἶπεν δέ Ἐρωτῶ σε οὖν, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου,

그러자 (그가) 말했습니다. '그러면 아버지, 제 아버지의 집으로 그(라자로)를 보내달라고 당신께 간청합니다.

ερωταω: 간청하다, 애원하다 pre. ind. act. 1. sg. ερωτα + ω = ερωτω
πεμπτω: ao. sub. act. 2. sg. πεμπ(τ) + σ + η(ι)ς = πεμπψη(ι)ς

28. ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς, ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου.

왜냐하면 저는 다섯 형제들을 가지고 있는데, 그들이 고통의 이 장소에 오지 않게 하기 위하여 (라자로가) 그들에게 경고하기 위함입니다.'

εχω: pre. ind. act. 1. sg.
διαμαρτυρομαι: 반대하다, 간청하다 pre. sub. act. mid/pass. 3. sg. διαμαρτυρ + ηται = διαμαρτυρηται
ελθον: ao. sub act. 3. pl. ελθ + ωσιν = ελθωσιν
τοπος (2.m.): 지점, 장소

29. λέγει δὲ Ἀβραάμ Ἔχουσι Μωυσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν.

그러자 아브라함이 말합니다. '그들은 모세와 예언자들을 가지고 있다. (그들-부자의 형제들-은) 그들을 들어야 한다.'

εχω: pre. ind. act. 3. pl. εχ + ουσι(ν) = εχκουσι(ν)
ακουω: ao. imp. act. 3. pl. ακου + σα + τωσαν = ακουσατωσαν

30. ὁ δὲ εἶπεν Οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ' ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς μετανοήσουσιν.

그러자 그가 말했습니다. '안됩니다, 아브라함 아버지, (그러나 만약) 죽은 이들 가운데서 누군가가 그들 앞으로 날라져야 (그들이) 뉘우칠 것입니다.'

νεκρος (2.m.): 시체, 죽은 사람
πορευω: ao. sub. pass. 3. sg. πορευ + θ + η(ι) = πορευθη(ι)
μετανοεω: 뉘우치다 fut. ind. act. 3. pl. μετανοε + σ + ουσιν = μετανοησουσιν

31. εἶπεν δὲ αὐτῷ Εἰ Μωυσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδ' ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

그러자 (아브라함이) 그에게 말했습니다. '만약 (그들이) 모세와 예언자들을 듣지 않는다면, (만약) 죽은 이들 가운데에서 누군가가 부활하여도 (그들은) 설득되지 않을 것이다.'"

ακουεω: pre. ind. act. 3. pl. ακουε + ουσιν = ακουουσιν
ανιστημι: ao. sub. act. 3. sg. αναστη(ι)
πειθω: 설득하다, 납득시키다 fut. ind. pass. 3. pl. πει(θ->σ) + θη + σ + ουσιν = πεισθησουσιν

Evangelium

2019년 9월 22일: 연중 제 25주일

루카복음서 16장 1-13절

1. Ἔλεγεν δὲ καὶ πρὸς τοὺς μαθητάς Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος ὃς εἶχεν οἰκονόμον, καὶ οὗτος διεβλήθη αὐτῷ ὡς διασκορπίζων τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ.

그리고 제자들을 향하여 말씀하셨다. "어떤 부유한 사람이 집사를 가졌고, 이자는 (그의 집사가) 그의 재산을 낭비한다고 모욕당하였습니다.

εχω: imp. ind. act. 3. sg. ειχ + εν = ειχεν
οικονομος (2.m.): 관리자, 집사
διαβαλλω: 모욕하다, 중상하다 ao. ind. pass. 3. sg. δια + ε + βλη + θη + () = διεβληθη
διασκορπιζω: 낭비하다 pre. part. act. nom. m. sg. διασκορπιζ + ων = διασκορπιζων
ύμαρχομαι: pre. part. act. acc. n. pl. ύπαρχ + οντ + α = ύπαρχοντα

2. καὶ φωνήσας αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ Τί τοῦτο ἀκούω περὶ σοῦ; ἀπόδος τὸν λόγον τῆς οἰκονομίας σου, οὐ γὰρ δύνῃ ἔτι οἰκονομεῖν.

그리고 그를 불러 그에게 말하였습니다. '내가 너에 대하여 무엇을 듣는지 아느냐? 너의 관리의 권한을 내놓아라, 왜냐하면 (너는) 더 이상 관리할 수 없기 때문이다.'

φωνεω: ao. part. act. nom. m. sg. φωνε + σα + ς = φωνεσας
ακουω: pre. ind. act. 1. sg.
αποδιδωμι: 지불하다, 되돌려주다 ao. imp. act. 2. sg. αποδος
λογος (2.m.): 권한
οικονομια (1.f.): 관리
ετι: 더이상
δυναμαι: 할 수 있다 pre. imp. mid/pass. 2. sg. δυν + η(ι) = δυνη(ι)
οικονομεω: 관리하다 pre. inf. act. οικονομε + ειν = οικονομειν

3. εἶπεν δὲ ἐν ἑαυτῷ ὁ οἰκονόμος Τί ποιήσω ὅτι ὁ κύριός μου ἀφαιρεῖται τὴν οἰκονομίαν ἀπ' ἐμοῦ; σκάπτειν οὐκ ἰσχύω, ἐπαιτεῖν αἰσχύνομαι·

그러자 그 집사는 속으로 말하였습니다. '나의 주인이 나에게로부터 관리를 가져가는데 무엇을 해야 할까? (땅을) 파기에는 강하지 않고, 구걸하기에는 수치스럽구나.

ποιεω: ao. sub. act. 1. sg. ποιε + σ + ω = ποιεσω
αφαιρεω: 빼앗다, 가져가다 pre. ind. mid. 3. sg. αφαιρε + εται = εφαιρειται
σκαπτω: 파다 pre. inf. act. σκαπτ + ειν = σκαπτειν
επαιτεω: 애원하다, 구걸하다 pre. inf. act. επαιτε + ειν = επαιτειν
αισχυνω: 수치스럽다 pre. ind. mid/pass. 1. sg. αισχυνομαι

4. ἔγνων τί ποιήσω, ἵνα ὅταν μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰκονομίας δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν / αὐτῶν.

무엇을 해야 할지 알았다, 관리로부터 제거당할 때 그들의 집으로 나를 들이도록 (해야겠다).'

γινοσκω: ao. ind. act. 1. sg. εγνων
μεθιστημι: 제거하다 ao. sub. pass. 1. sg. μετασταθω
δεχομαι: 벌다, 얻다, 받아들이다 ao. sub. mid. 3. pl. δεχ + σ + ωνται = δεξωνται

5. καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον τῶν χρεοφιλετῶν / χρεοφειλετῶν τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ ἔλεγεν τῷ πρώτῳ Πόσον ὀφείλεις τῷ κυρίῳ μου;

그리고 그의 주인의 모든 채무자들을 하나씩 불러 첫 번째 (사람)에게 말하기 시작합니다. '나의 주인에게 얼마나 빚졌습니까?'

προσκαλεω: 부르다, 초대하다 ao. part. mid. nom. m. sg. προσκαλε + σα + μεν + ος = προσκαλεσαμενος
έκατος (2-1-2): 각각, 모두
χρεοφειλετη (1.f.): 채무자
ποσος (2-1-2): 얼마나
οφειλω: ~할 의무가 있다 pre. ind. act. 2. sg. οφειλ + εις = οφειλεις

6. ὁ δὲ εἶπεν Ἑκατὸν βάτους ἐλαίου· ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ Δέξαι σου τὰ γράμματα καὶ καθίσας ταχέως γράψον πεντήκοντα.

그리고 그가 '올리브기름 백 바토스요.'라고 말했습니다. 그러자 (집사가) 그에게 '당신의 빚문서를 받으시고, 빨리 앉아서 오십이라고 쓰십시오.'라고 말했습니다.

ελαιον (2.n.): 올리브 기름
δεχομαι: 받다, 얻다, 받아들이다 ao. imp. mid. 2. sg. δεχ + σαι = δεξαι
γραμμα (3.n.): 그림
καθιζω: 앉히다, 앉게 하다 ao. part. act. nom. 1. sg. καθι(ζ) + σας = καθισας
ταχεως: 빠르게
γραφω: 쓰다 ao. imp. act. 2. sg. γραφ + ον = γραφον
πεντηκοντα: 50

7. ἔπειτα ἑτέρῳ εἶπεν Σὺ δὲ πόσον ὀφείλεις; ὁ δὲ εἶπεν Ἑκατὸν κόρους σίτου· λέγει αὐτῷ Δέξαι σου τὰ γράμματα καὶ γράψον ὀγδοήκοντα.

그다음 다른 이에게 '그럼 당신은 얼마나 빚졌습니까?'라고 말했습니다. 그러자 그가 '밀 백 코로스요'라고 말했습니다. (집사는) '당신의 빚문서를 받으시고 팔십이라고 쓰십시오.'라고 말합니다.

επειτα: 그 후, 그다음
σιτος (2.m.): 밀, 곡물
ογδοηκοντα: 80

8. καὶ ἐπῄνεσεν ὁ κύριος τὸν οἰκονόμον τῆς ἀδικίας ὅτι φρονίμως ἐποίησεν· ὅτι οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου φρονιμώτεροι ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τοῦ φωτὸς εἰς τὴν γενεὰν τὴν ἑαυτῶν εἰσίν.

그리고 주님께서는 (혹은 주인은) 불의의 집사를 칭찬하였습니다, 왜냐하면 그가 슬기롭게 처신하였기 때문입니다. 왜냐하면 이 세대의 아들들은 자기들끼리는 이 세대의 빛의 아들들보다 이렇게 더 현명하기 때문입니다.

επανεω: 칭찬하다, 찬양하다
αδικια (1.f.): 부당, 불공평, 부정
φρονιμως: 현명하게
αιων (3.m.): 세대
ποιεω: ao. ind. act. 3. sg. ε + ποιε + σ + εν = εποιησεν
φως (3.n.): 빛

9. Καὶ ἐγὼ ὑμῖν λέγω, ἑαυτοῖς ποιήσατε φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵνα ὅταν ἐκλίπῃ δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς.

그리고 저는 여러분에게 말합니다, 그것(재물)이 실패하는 때에 그들(친구들)이 여러분을 영원한 초막에 들이도록 하기 위하여 불의의 재물로 여러분에게 친구들을 만드십시오.

ποιεω: ao. imp. act. 2. pl. ποιε + σα + (ε)τε = ποιησατε
μαμωνας (1.f.): 부, 재물
εκλειπω: 실패하다 ao. sub. act. 3. sg. εκλιπ + η(ι) = εκλιπη(ι)
αιωνιος (2-1-2): 오래가는, 영속적인
σκηνη (1.f.): 초막

10. ὁ πιστὸς ἐν ἐλαχίστῳ καὶ ἐν πολλῷ πιστός ἐστιν, καὶ ὁ ἐν ἐλαχίστῳ ἄδικος καὶ ἐν πολλῷ ἄδικός ἐστιν.

아주 적은 것에도 충실한 사람은 많은 것에도 충실하고, 적은 것에도 불의한 자는 또한 많은 것에 불의합니다.

πιστος (2-1-2): 충실한, 신뢰할 수 있는
ελαχιστος (2-1-2): 아주 적은

11. εἰ οὖν ἐν τῷ ἀδίκῳ μαμωνᾷ πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ἀληθινὸν τίς ὑμῖν πιστεύσει;

따라서 만약 불의한 재물 안에서 여러분이 충실하지 못한다면 누가 여러분에게 참된 것을 신뢰하겠습니까 (맡기겠습니까)?

ουν: 따라서
γινομαι: ao. ind. mid. 2. pl. εγενεσθε
αληθινος (2-1-2): 신뢰할 수 있는, 참된, 옳은
πιστευω: fut. ind. act. 3. sg. πιστευ + σ + ει = πιστευσει

12. καὶ εἰ ἐν τῷ ἀλλοτρίῳ πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ἡμέτερον / ὑμέτερον τίς δώσει ⇔ ὑμῖν;

그리고 여러분이 다른 이의 것에도 충실하지 못한다면, 누가 여러분에게 여러분의 것을 주겠습니까?

αλλοτριος: 다른이
ύμετερος (2-1-2): 너희의, 너희들의
διδομι: fut. ind. act. 3. sg. δωσει

13. Οὐδεὶς οἰκέτης δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ.

어떤 종도 두 주인을 섬길 수 없습니다. 왜냐하면 (그는) 하나를 미워할 것이고 다른 이를 사랑할 것이며, 하나를 존경하고 다른 이를 경멸할 것이기 때문입니다. (여러분은) 하느님과 재물을 (함께) 섬길 수 없습니다."

οικετης (1.m.): 종
δουλευω: 섬기다 pre. inf. act. δουλευ + ειν = δουλευειν
μισεω: 싫어하다, 미워하다 fut. ind. act. 3. sg. μισε + σ + ει = μισησει
αγαπαω: fut. ind. act. 3. sg. αγαπα + σ = ει = αγαπησει
αντεχω: 존경하다 fut. ind. mid. 3. sg. αντεχ + σ + εται = ανθεξεται
καταφρονεω: 경멸하다, 업신여기다 fut. ind. act. 3. sg. καταφρονε + σ + ει = καταφρονησει
δυναμαι: pre. ind. mid/pass. 2. pl. δυνα + (ε)σθε = δυνασθε
δουλευω: pre. inf. act. δουλευ + ειν = δουλευειν

Evangelium

2019년 9월 15일: 연중 제 24주일

루카복음서 15장 1-32절 또는 1-10절

1. Ἦσαν δὲ αὐτῷ ἐγγίζοντες πάντες οἱ τελῶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀκούειν αὐτοῦ.

모든 세금징수원들과 죄인들이 그분의 (가르침을) 듣기 위해서 그분께 가까이 다가와 있기 시작했다.

εγγιζω: 가까이 가져오다, 접근하다, 다가가다 pre. part. act. nom. m. pl. εγγιζ + οντ + ες = εγγιζοντες
τελςνης (1.m.): 세금징수원
άμαρτωλος (2.m.): 죄인

2. καὶ διεγόγγυζον οἵ τε Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς λέγοντες ὅτι Οὗτος ἁμαρτωλοὺς προσδέχεται καὶ συνεσθίει αὐτοῖς.

그러자 바리사이들과 율법학자들 모두 '저자는 죄인들을 받아들이고 그들과 함께 먹는군'이라고 말하며 수군거리기 시작했다.

διαγογγυζω: 수군거리다 imp. ind. act. 3. pl. δια + ε + γογγυζ + ον = διεγογγυζον
τε ... και: ~와 ~도 모두
λεγω: pre. part. act. nom. m. pl. λεγ + οντ + ες = λεγοντες
προσδεχομαι: 받아들이다 pre. ind. mid/pass. 3. sg. προσδεχ + εται = προσδεχεται
συνεσθιω: 함께 먹다 pre. ind. act. 3. sg. συνεσθι + ει = συνεστιει

3. εἶπεν δὲ πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν ταύτην λέγων

그러자 (그분께서는) (이와 같이-4절-) 말씀하시며 이러한 비유를 그들에게 말씀하셨다.

λεγω: ao. ind. act. 3. sg ειπ + εν = ειπεν
ταυτος (2-1-2): 똑같은, 동일한
λεγω: pre. part. act. nom. m. sg. λεγ + ων = λεγων

4. Τίς ἄνθρωπος ἐξ ὑμῶν ἔχων ἑκατὸν πρόβατα καὶ ἀπολέσας ἐξ αὐτῶν ἓν οὐ καταλείπει τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ πορεύεται ἐπὶ τὸ ἀπολωλὸς ἕως εὕρῃ αὐτό;

"여러분 중 백 마리의 양 떼를 가졌지만 그중 한 마리를 잃어버린 어떤 사람은 아흔아홉 마리를 외롭게 남겨두지 않고 그것을 찾을 때까지 잃어버린 것을 위해 나서지 않겠습니까?

εχω: pre. part. act. nom. m. sg. εχ + ων = εχων
έκατον: 100
προβατον: 소떼, 양떼
απολλυμι: 손해를 입다 ao. part. act. nom. m. sg. απολε + σας = απολεσας
καταλιεπω: 남기다, 잊다 pre. ind. act. 3. sg. καταλειπ + ει = καταλειπει
ενενηκοντα: 90
εννεα: 9
ερημος (2-1-2): 외로운, 고독한, 외톨이의
πορευω: pre. ind. mid/pass. 3. sg. πορευ + εται = πορευεται
απολλυμι: per. part. act. acc. n. sg. απολωλος
εύρισκω: ao. sub. act. 3. sg. ευρ + η(ι) = ευρη(ι)

5. καὶ εὑρὼν ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους αὐτοῦ χαίρων,

그리고 (그것을) 찾는다면 환호하며 (그것을) 그의 어깨 위에 올려두고,

εύρισκω: ao. part. act. nom. m. sg. εύρ + ων = εύρων
επιτιθημι: 놓다, 낳다, 두다 pre. ind. act. 3. sg. επιτιθη + σιν = επιτιθησιν
ώμος (2.m.): 어깨
χαιρω: 환호하다 pre. act. nom. m. sg. χαιρ + ων = χαιρων

6. καὶ ἐλθὼν εἰς τὸν οἶκον συνκαλεῖ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γείτονας, λέγων αὐτοῖς Συνχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὸ πρόβατόν μου τὸ ἀπολωλός.

집으로 가서 '저를 축하해 주십시오 왜냐하면 제가 잃어버린 제 양을 되찾았기 때문입니다'라고 말하며 친구들과 이웃들을 불러 모읍니다.

ερχομαι: ao. part. act. nom. m. sg. ελθ + ων = ελθων
συνκαλεω: 불러 모으다 pre. ind. act. 3. sg. συνκαλε + ει = συνκαλει
γειτων (3. m/f.): 이웃집, 이웃
συνκαιρω: 축하하다 ao. imp. pass. 2. pl. συνχαρ + ητε = συνχαρητε
εύρισκω: ao. ind. act. 1. sg. εύρ + ον = εύρον
απολλυμι: perf. part. act. acc. n. sg. απολωλος

7. λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτως χαρὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἔσται ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίοις οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσιν μετανοίας.

이와 같이 후회의 필요를 가지지 않은 아흔아홉의 단정한 이들보다 뉘우치는 하나의 죄인을 두고 하늘에 기쁨이 있을 것이라고 여러분에게 말합니다. 

χαρα (1.f.): 즐거움, 환희, 기쁨
μετανοεω: 뉘우치다 pre. part. act. dat. m. sg. μετανοε + οντ + ι = μετανοουντι
δικαιος (2-1-2): 단정한, 정연한
χρεια (1.f.): 필요, 요구, 부족
εχω: pre. ind. act. 3. pl. εχ + ουσιν = εχουσιν
μετανοια (1.f.): 후회, 유감, 철회

8. Ἢ τίς γυνὴ δραχμὰς ἔχουσα δέκα, ἐὰν ἀπολέσῃ δραχμὴν μίαν, οὐχὶ ἅπτει λύχνον καὶ σαροῖ τὴν οἰκίαν καὶ ζητεῖ ἐπιμελῶς ἕως οὗ εὕρῃ;

또는 열 개의 드라크메 동전을 가진 어떤 여인이 한 개의 드라크메 동전을 잃어버린다면 그것을 찾을때 까지 등잔불을 켜고 집을 쓸고 주의깊게 찾습니다.

δραχμη (1.f.): 드라크메 동전
εχω: pre. part. act. nom. f. sg. εχ + ουσα = εχουσα
δεκα: 10
απολλυμι: ao. sub. act. 3. sg. απολεχη(ι)
άπτω: 점화하다 pre. ind. act. 3. sg. απτ + ει = απτει
λυχνος (2.m.): 등잔불
σαροω: 쓸다 pre. ind. act. 3. sg. σαρο + ει = σαροι
ζητεω: 찾다 pre. ind. act. 3. sg. ζητε + ει = ζητει
επιμελης (3-3): 주의 깊은

9. καὶ εὑροῦσα συνκαλεῖ τὰς φίλας καὶ γείτονας λέγουσα Συνχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὴν δραχμὴν ἣν ἀπώλεσα.

그리고 (그것을) 찾는다면 '저를 축하해주십시오. 제가 잃어버렸던 그 드라크메 동전을 찾았습니다.'라고 말하며 친구들과 이웃들을 불러 모읍니다.

εύρισκω: ao. part. act. nom. f. sg. εύρ + ουσα = εύρουσα
λεγω: pre. part. act. nom. f. sg. λεγ + ουσα = λεγουσα
απωλλυμι: ao. ind. act. 1. sg. απωλε + σα = απωλεσα

10. οὕτως, λέγω ὑμῖν, γίνεται χαρὰ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι.

이와 같이, 뉘우치는 죄인 하나를 두고 기쁨이 하느님의 천사와 마주 보며 있다고 여러분에게 말합니다."

γινομαι: 나다, 태어나다 pre. ind. mid/pass. 3. sg. γιν + εται = γινεται
μετανοεω: pre. part. act. dat. m. sg. μετανοε + οντ + ι = μετανοουντι

Evangelium

2019년 9월 8일: 연중 제 23주일

루카복음서 14장 25-33절

25. Συνεπορεύοντο δὲ αὐτῷ ὄχλοι πολλοί, καὶ στραφεὶς εἶπεν πρὸς αὐτούς

많은 군중이 그분과 함께 가기 시작했고, 그분께서 돌아서서 그들을 향하여 말씀하셨다.

συμπορευομαι: 같이 가다 imp. ind. mid/pass. 3. pl. συν + ε + πορευ + οντο = συνεπορευοντο
στερεφω: 돌다 ao. part. pass. nom. m. sg. στραφ + εις = στραφεις

26. Εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι τε καὶ τὴν ψυχὴν ἑαυτοῦ, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής.

"만약 누가 저에게 와서, 자신의 아버지와 어머니와 아내와 아이들과 형제들과 자매들을, 더 이상 자신의 영혼도 싫어하지 않(는다면), 저의 제자가 될 수 없습니다.

ερχομαι: pre. ind. mid/pass. 3. sg. ερχ + εται = ερχεται
μισεω: 싫어하다 pre. ind. act. 3. sg. μισε + ει = μισει
γυνη (1.f.): 아내
τεκτον (2.n.): 아이
ετι: 아직, 채, 더 이상
τε: ~과, ~도, 그리고
δυναμαι: 할 수 있다 pre. ind. mid/pass. 3. sg. δυνα + εται = δυναται

27. ὅστις οὐ βαστάζει τὸν σταυρὸν ἑαυτοῦ καὶ ἔρχεται ὀπίσω μου, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής.

누구든지 자신의 십자가를 지고 제 뒤로 오지 않는(다면), 저의 제자가 될 수 없습니다.

όστισ: 누구든지
βασταζω: 들다, 올리다, 드높이다 pre. ind. act. 3. sg. βασταζ + ει = βασταζει
σταυρος (2.m.): 십자가 
οπισω: 뒤로, 다시, 또

28. τίς γὰρ ἐξ ὑμῶν θέλων πύργον οἰκοδομῆσαι οὐχὶ πρῶτον καθίσας ψηφίζει τὴν δαπάνην, εἰ ἔχει εἰς ἀπαρτισμόν;

왜냐하면 여러분 중 (어떤 이가) 탑을 세우기를 바란다면 먼저 앉아서 (만약) 완성을 위하여 얼마나 필요할지 경비를 계산하지 않겠습니까?

θελω: 바라다 pre. part. act. nom. m. sg. θελ + ων = θελων
πυργος (2.m.): 탑, 등대
οικοδομεω: 집을 짓다, 세우다 ao. inf. act. οικοδομε + σαι = οικοδομησαι
καθιζω: 앉다 ao. part. act. nom. m. sg. καθιζ + σ + ας = καθισας
ψηφιζω: 알아보다, 계산하다, 투표하다 pre. ind. act. 3. sg. ψηφιζ + ει = ψηφιζει
δαπανη (1.f.): 경비, 필수품 
εχω: 가지다, 소유하다 pre. ind. act. 3. sg. εχ + ει = εχει
απαρτισμος (2.m.): 완성, 마무리

29. ἵνα μή ͜ ποτε θέντος αὐτοῦ θεμέλιον καὶ μὴ ἰσχύοντος ἐκτελέσαι πάντες οἱ θεωροῦντες ἄρξωνται αὐτῷ ἐμπαίζειν

그가 기초를 놓고 완성할 만큼 강하지 않은 때에 보는 모든 이가 그를 (조롱하기 시작할 것입니다.)

ίνα: ~하기 위하여, ~해서
ποτε: ~때
τιθημι: 두다, 놓다, 자리 잡다 ao. part. act. gen. m. sg. θ + εντ + ος = θεντος
θεμελιος (2-2): 기초의, 토대의 
ισχυω: 강하다 pre. part. act. gen. m. sg. ισχυ + οντ + ος = ισχυοντος
εκτελεω: 성취하다, 완료하다 ao. inf. act. εκτελε + σαι = εκτελεσαι
θεωρεω: 보다, 관찰하다, 생각하다 pre. part. act. nom. m. sg. θεωρε + οντ + ες = θεωρουντες
αρχω: ao. sub. mid. αρχ + σ + ωνται = αρξωνται
εμπαιζω: 비웃다, 조롱하다 pre. inf. act. εμπαιζ + ειν = εμπαιζειν

30. λέγοντες ὅτι Οὗτος ὁ ἄνθρωπος ἤρξατο οἰκοδομεῖν καὶ οὐκ ἴσχυσεν ἐκτελέσαι.

'이 사람이 세우기를 시작했지만 완성할 만큼 강하지 않구나'라고 말하며 조롱하기 시작할 것입니다.

λεγω: pre. part. act. nom. m. sg. λεγ + οντ + ες
αρχω: ao. ind. mid. 3. sg. ε + αρχ + σ + ατο = ηρξατο
οικοδομεω: ao. inf. act. οικοδομε + ειν = οικοδομειν
ισχυω: ao. ind. act. ισχυ + σ + εν = ισχυσεν 
εκτελεω: ao. inf. act. εκτελ + εσαι = εκτελεσαι

31. ἢ τίς βασιλεὺς πορευόμενος ἑτέρῳ βασιλεῖ συνβαλεῖν εἰς πόλεμον οὐχὶ καθίσας πρῶτον βουλεύσεται εἰ δυνατός ἐστιν ἐν δέκα χιλιάσιν ὑπαντῆσαι τῷ μετὰ εἴκοσι χιλιάδων ἐρχομένῳ ἐπ' αὐτόν;

혹은 다른 왕에게 전쟁에 참여하는 것을 전하는 어떤 왕이 그에게 싸우러 오는 이십만 (군대)와 맞서 싸울 십만 (군대)가 강력한지 먼저 앉아서 생각해보지 않겠습니까?

βασιλευς (3.m.): 왕, 통치자
πορευω: 나르다, 전달하다 pre. part. mid/pass. nom. m. sg. πορευ + ομεν +ος + πορευομενος
έτερος (2-1-2): 다른
συμβαλλεω: 참여하다 ao. inf. act. συμβαλε + ειν = συμβαλειν
πολεμος (2.m.): 전쟁
βουλευω: 상의하다, 숙고하다 fut. ind. mid. 3. sg. βουλευ + σ + εται = βουλευσεται
δυνατος (2-1-2): 힘 있는, 강력한
δεκα: 10
χιλιας: 1000
ύπανταω: 만나다, 정하다 ύπαντα + σαι = ύπαντησαι
εικοσι: 20
ερχομαι: pre. part. mid/pass. dat. m. sg. ερχ + ομεν + ω(ι) = ερχομενω(ι)

32. εἰ δὲ μή¦γε, ἔτι αὐτοῦ πόρρω ὄντος πρεσβείαν ἀποστείλας ἐρωτᾷ [τὰ] πρὸς εἰρήνην.

만약 현재 (강하지) 않고, 아직 그가 멀리 있다면 사신을 보내며 평화를 물을 것입니다.

ετι: 아직
πορρω: 먼
πρεσπεια (1.f.): 사신, 대사
αποστελλω: ao. part. act. nom. m. sg. αποστειλ + ας = αποστειλας
ερωταω: 묻다 pre. ind. act. 3. sg. ερωτα + ει = ερωτα(ι)
ειρηνη (1.f.): 평화

33. οὕτως οὖν πᾶς ἐξ ὑμῶν ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσιν τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής.

그러므로 여러분 중 누구든지 자신이 소유한 모든 것을 포기하지 않는 모든 이는 저의 제자가 될 수 없습니다."

ουν: 그러므로
αποσασσω: 포기하다 pre. ind. mid/pass. 3. sg. αποσασσ + εται = αποσασσεται
ύπαρχω: pre. ind. act. 3. pl. ύπαρχ + ουσιν = ύπαρχουσιν

 [ 1 ]  [ 2 ] 

푸터바

태그

알림

이 블로그는 구글에서 제공한 크롬에 최적화 되어있고, 네이버에서 제공한 나눔글꼴이 적용되어 있습니다.

카운터

  • Today :
  • Yesterday :
  • Total :